Ὠκυπόδης

Ὠκυπόδης
Ὠκυπόδη
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὠκυπόδης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκυπόδης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) ωκύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + πόδης (< πούς, ποδός), πρβλ. πολυ πόδης] …   Dictionary of Greek

  • ὠκυπόδην — ὠκυπόδης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυπόδας — ὠκυπόδᾱς , ὠκυπόδης masc acc pl ὠκυπόδᾱς , ὠκυπόδης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργιπόδης — ἀργιπόδης, ο (Α) αυτός που έχει λευκά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + πόδης < πους, ποδός (πρβλ. ωκυπόδης, αιγοπόδης κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δίποδης — δίποδης, ο (Α) αυτός που έχει μήκος ή πλάτος δύο ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πόδης < πους, ποδός (πρβλ. αργιπόδης, ωκυπόδης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”